πραότητʼ

Count: 1

ACC.SG FEM πραότης NOUN mildness, gentleness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πραότητα ACC.SG FEM πραότης NOUN 91
πρᾳότητα ACC.SG FEM πραότης NOUN 56
πραΰτητα ACC.SG FEM πραότης NOUN 7
πραότητά ACC.SG FEM πραότης NOUN 2
πραότη ACC.SG FEM πραότης NOUN 1
Πραότητα ACC.SG FEM πραότης NOUN 1
>πραότητα ACC.SG FEM πραότης NOUN 1