Διονύσιος

Count: 1

GEN.SG FEM διονύσιος NOUN of Dionysus, pr.n. Dionysius

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Διονύσιος NOM.SG MASC διονύσιος NOUN 799
Διονύσιος NOM.SG MASC διονύσιος ADJ 5
Διονύσιος GEN.SG MASC διονύσιος NOUN 2
Διονύσιος NOM.SG FEM διονύσιος NOUN 1