ἐπίσκοπος

Count: 1

INDECL ἐπίσκοπος ADV one who watches over, an overseer, guardian
hitting the mark

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπίσκοπος NOM.SG MASC ἐπίσκοπος NOUN 804
ἐπίσκοπος NOM.SG MASC ἐπίσκοπος ADJ 1
ἐπίσκοπος NOM.SG FEM ἐπίσκοπος NOUN 1
ἐπίσκοπος NOM.SG FEM ἐπίσκοπος ADJ 1
ἐπίσκοπος ACC.SG NEUT ἐπίσκοπος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

ἐπισκόπως INDECL ἐπίσκοπος ADV 2
ἐπίϲκοποι INDECL ἐπίσκοπος ADV 2
ἐπίσκοποι INDECL ἐπίσκοπος ADV 1
Ἐπίϲκοποι INDECL ἐπίσκοπος ADV 1