Πειρασμός

Count: 1

NOM.SG MASC πειρασμός NOUN trial, temptation

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πειρασμὸς NOM.SG MASC πειρασμός NOUN 35
πειρασμός NOM.SG MASC πειρασμός NOUN 6
Πειρασμὸς NOM.SG MASC πειρασμός NOUN 3