τριτογένεια

Count: 1

VOC.SG FEM τριτογένεια NOUN Trito-born

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

τριτογένεια NOM.SG FEM τριτογένεια NOUN 3

Other Forms With Same Analysis

Τριτογένεια VOC.SG FEM τριτογένεια NOUN 6
Τριτογένειʼ VOC.SG FEM τριτογένεια NOUN 2