Ἔμπορος

Count: 1

NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN one who goes on shipboard as a passenger

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Ἔμποροϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 3
ἔμπορος NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 2
Ἔμπορόϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1
ἔμποροϲ NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1
ἐμπόρους NOM.SG MASC ἔμπορος NOUN 1