παραλληλόγραμμα

Count: 1

ACC.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN bounded by parallel lines

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

παραλληλόγραμμα NOM.PL NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 33
παραλληλόγραμμα ACC.PL NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 16
παραλληλόγραμμα NOM.PL NEUT παραλληλόγραμμος ADJ 12
παραλληλόγραμμα NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 6
παραλληλόγραμμα ACC.SG NEUT παραλληλόγραμμος ADJ 5
παραλληλόγραμμα NOM.SG NEUT παραλληλόγραμμος ADJ 4
παραλληλόγραμμα ACC.PL NEUT παραλληλόγραμμος ADJ 3
παραλληλόγραμμα VOC.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

παραλληλόγραμμον ACC.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 38
παραλληλόγραμ ACC.SG NEUT παραλληλόγραμμος NOUN 2