διαφθε

Count: 1

PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαφθείρει PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 206
διαφθερεῖ PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 26
Διαφθείρει PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 4
διαφίρει PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθεί PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διαφθερέει PRES ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1