Εὐκίνητος

Count: 1

NOM.SG MASC εὐκίνητος NOUN easily moved

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Εὐκίνητος NOM.SG MASC εὐκίνητος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

εὐκίνητος NOM.SG MASC εὐκίνητος NOUN 2
εὐκίνητοϲ NOM.SG MASC εὐκίνητος NOUN 1
εὐκίνητός NOM.SG MASC εὐκίνητος NOUN 1