δυνάμνος

Count: 1

NOM.SG MASC δύναμις NOUN power, might, strength

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Δυνάμιος NOM.SG MASC δύναμις NOUN 2
δυνάμιός NOM.SG MASC δύναμις NOUN 2
Δυνάμοις NOM.SG MASC δύναμις NOUN 1
δυνάμιος NOM.SG MASC δύναμις NOUN 1
δυνάϲ NOM.SG MASC δύναμις NOUN 1
Δύναμιϲ NOM.SG MASC δύναμις NOUN 1
Leidens NOM.SG MASC δύναμις NOUN 1