κροκοδείλων

Count: 1

ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN a lizard (see -διλος)

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

κροκοδείλων GEN.PL MASC κροκόδειλος NOUN 21
κροκοδείλων GEN.PL MASC κροκόδειλος ADJ 10
κροκοδείλων PRES ACT NOM.SG MASC PTCP κροκόδειλος VERB 8
κροκοδείλων GEN.PL NEUT κροκόδειλος ADJ 3

Other Forms With Same Analysis

κροκόδειλον ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 19
Κροκόδειλον ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1
κροκοδείλουσκατὰ ACC.SG MASC κροκόδειλος NOUN 1