3Λάβετε

Count: 1

VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN to take, seize, receive

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Λαβὲ VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 32
Λάβε VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 14
Λάβετε VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 10
Εἴληφα VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 2
ΛΑΒΕ VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 1
Εἴληφεν VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 1
Λαβόντες VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 1
Λάμβανε VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 1
Λάβης VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 1
Λαβὼν VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 1
Λαβεὼν VOC.SG MASC λαμβάνω NOUN 1