Τηλέμα

Count: 1

NOM.SG MASC τηλέμαχος NOUN fighting from afar
Telemachus

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Τηλέμα ACC.SG MASC τηλέμαχος NOUN 2
Τηλέμα NOM.SG FEM τηλέμαχος NOUN 1
Τηλέμα GEN.SG MASC τηλέμαχος NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

Τηλέμαχος NOM.SG MASC τηλέμαχος NOUN 235
Τηλέμαχός NOM.SG MASC τηλέμαχος NOUN 11
Τηλέμαχοϲ NOM.SG MASC τηλέμαχος NOUN 5
Τηλεμάχιός NOM.SG MASC τηλέμαχος NOUN 1
Τηλέμαχʼ NOM.SG MASC τηλέμαχος NOUN 1
Τηλέμάχος NOM.SG MASC τηλέμαχος NOUN 1
Τηλέμαγος NOM.SG MASC τηλέμαχος NOUN 1