Ὀλυμπιονῖκαι

Count: 1

NOM.PL FEM ὀλυμπιονίκης NOUN a conqueror in the Olympic games

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Ὀλυμπιονῖκαι NOM.PL MASC ὀλυμπιονίκης NOUN 3
Ὀλυμπιονῖκαι INDECL ὀλυμπιονίκης INTJ 1

Other Forms With Same Analysis

ὀλυμπιονῖκαι NOM.PL FEM ὀλυμπιονίκης NOUN 1