τελειότης᾿

Count: 1

NOM.SG FEM τελειότης NOUN completeness, perfection

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

τελειότης NOM.SG FEM τελειότης NOUN 209
τελειότητα NOM.SG FEM τελειότης NOUN 4
τελειότηϲ NOM.SG FEM τελειότης NOUN 4
τελειότητί NOM.SG FEM τελειότης NOUN 1