διέφθορέν

Count: 1

PRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διέφθαρκεν PRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 8
διέφθορεν PRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 3
διακέκοφε PRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 2
διέφθαρκ PRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 2
διέφθορε PRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 2
προδιέφθειρεν PRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διέφθαρκε PRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1
διέφθειρʼ PRF ACT 3SG IND διαφθείρω VERB 1