περιούσιον

Count: 1

NOM.SG NEUT περιούσιος NOUN having more than enough: especial, peculiar

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περιούσιον ACC.SG MASC περιούσιος ADJ 18
περιούσιον COMP ACC.SG NEUT περιούσιος ADJ 1
περιούσιον NOM.SG NEUT περιούσιος ADJ 1
περιούσιον ACC.SG NEUT περιούσιος ADJ 1