μακαριότητα

Count: 1

DAT.SG FEM μακαριότης NOUN happiness, bliss

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μακαριότητα ACC.SG FEM μακαριότης NOUN 77

Other Forms With Same Analysis

μακαριότητι DAT.SG FEM μακαριότης NOUN 32
μακαριότητί DAT.SG FEM μακαριότης NOUN 2