συνουσιαστὴς

Count: 1

NOM.SG MASC συνουσιαστής NOUN a companion, disciple

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

συνουσιαστής NOM.SG MASC συνουσιαστής NOUN 2
ϲυνουϲιαϲτήϲ NOM.SG MASC συνουσιαστής NOUN 1