τελειότηος

Count: 1

GEN.SG FEM τελειότης NOUN completeness, perfection

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

τελειότητος GEN.SG FEM τελειότης NOUN 190
τελειότης GEN.SG FEM τελειότης NOUN 39
τελειότητός GEN.SG FEM τελειότης NOUN 6
τελειότηϲ GEN.SG FEM τελειότης NOUN 2
Τελειότητος GEN.SG FEM τελειότης NOUN 2