στοιχειώδη

Count: 1

ACC.SG FEM στοιχειώδης NOUN elementary, of the nature of an element

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στοιχειώδη ACC.PL NEUT στοιχειώδης ADJ 13
στοιχειώδη NOM.PL NEUT στοιχειώδης ADJ 10
στοιχειώδη ACC.SG FEM στοιχειώδης ADJ 8
στοιχειώδη ACC.PL NEUT στοιχειώδης NOUN 2
στοιχειώδη COMP NOM.PL NEUT στοιχειώδης ADJ 1
στοιχειώδη ACC.SG MASC στοιχειώδης ADJ 1