περιουσία

Count: 1

ACC.PL NEUT περιουσία NOUN surplus, abundance, survival

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

περιουσία NOM.SG FEM περιουσία NOUN 75
περιουσία NOM.PL FEM περιουσία NOUN 1
περιουσία ACC.SG FEM περιουσία NOUN 1