προσέθεικεν

Count: 1

IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB to add, to apply, to close (a door); mid. to join (a group), take as an ally

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

προσέθεικεν AOR ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1

Other Forms With Same Analysis

προσετίθει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 138
προστίθει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 44
Προσετίθει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 8
προσεπάγει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 5
προϲετίθει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 3
προστέθεικε IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 2
προστιθέ IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 2
προστίθε IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 2
Προστέθεικε IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 2
Προσεπάγει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 2
προστιθει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προσετέθει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προσετίθε IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προσετί IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προσετίθη IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προςετίθει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προσετίθεἰ IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προςτιθέτω IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
faciem IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προστίθεὅσον IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
Προστίθει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προστιθε IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προστέθεικέ IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1
προϲτίθει IMPRF ACT 3SG IND προστίθημι VERB 1