Περιπατητικούς

Count: 1

GEN.SG MASC περιπατητικός NOUN walking about while teaching

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

Περιπατητικούς ACC.PL MASC περιπατητικός NOUN 4
Περιπατητικούς ACC.PL MASC περιπατητικός ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

Στωϊκοῦ GEN.SG MASC περιπατητικός NOUN 1
Περιπατητικοῦ GEN.SG MASC περιπατητικός NOUN 1