χιλίαρχός

Count: 1

NOM.SG MASC φύλαρχος NOUN chief officer of a φῡλή

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

Φύλαρχος NOM.SG MASC φύλαρχος NOUN 60
Ἀλαμούνδαρος NOM.SG MASC φύλαρχος NOUN 13
φύλαρχος NOM.SG MASC φύλαρχος NOUN 11
Φύλαρχός NOM.SG MASC φύλαρχος NOUN 6
φύλαρχοϲ NOM.SG MASC φύλαρχος NOUN 4
Νέαρχός NOM.SG MASC φύλαρχος NOUN 3
Φύλαρχοϲ NOM.SG MASC φύλαρχος NOUN 3
φύλαρχός NOM.SG MASC φύλαρχος NOUN 1