διαφθείρουσί

Count: 1

PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB to destroy, ruin; to corrupt

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαφθείρουσιν PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 68
διαφθείρουσι PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 53
παρεκτείνουσιν PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 2
Διαφθείρουσι PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 2
διαφθείρουϲιν PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 2
διαπόλλυσι PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 1
διαφθεροῦσι PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 1
διφθείρουσιν PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 1
διαφθείρωϲιν PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 1
διαφθείρουϲι PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 1
καταφθείρουσι PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 1
διαφθεροῦσιν PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 1
διαφθείρασί PRES ACT 3PL IND διαφθείρω VERB 1