μισοπονήρῳ

Count: 1

DAT.SG NEUT μισοπόνηρος NOUN hating knaves

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

μισοπονήρῳ DAT.SG NEUT μισοπόνηρος ADJ 4
μισοπονήρῳ DAT.SG FEM μισοπόνηρος ADJ 1