μεγαληγορίῃσι

Count: 1

DAT.PL FEM μεγαληγορία NOUN big talking

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

μεγαληγορίαις DAT.PL FEM μεγαληγορία NOUN 1
μεγαληγορίαισι DAT.PL FEM μεγαληγορία NOUN 1