κυνοραιστὰς

Count: 1

ACC.PL MASC κυνοραιστής NOUN dog-tick, Ricinus communis

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

κυνοραϊστὰς ACC.PL MASC κυνοραιστής NOUN 1
κυνοραῖστάς ACC.PL MASC κυνοραιστής NOUN 1
κυνοραίστας ACC.PL MASC κυνοραιστής NOUN 1
κυνοραιστάς ACC.PL MASC κυνοραιστής NOUN 1