ματαιότης

Count: 1

NOM.SG MASC ματαιότης NOUN vanity, purposelessness

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ματαιότης NOM.SG FEM ματαιότης NOUN 51
ματαιότης NOM.SG FEM ματαιότης ADJ 4
ματαιότης GEN.SG FEM ματαιότης NOUN 2
ματαιότης NOM.SG MASC ματαιότης ADJ 2

Other Forms With Same Analysis

Ματαιότης NOM.SG MASC ματαιότης NOUN 2