δριμέος

Count: 1

NOM.SG MASC δριμύς NOUN piercing, sharp, keen

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δριμέος NOM.SG MASC δριμύς ADJ 28
δριμέος GEN.SG NEUT δριμύς ADJ 24
δριμέος GEN.SG NEUT δριμύς NOUN 9
δριμέος GEN.SG MASC δριμύς ADJ 4
δριμέος GEN.SG FEM δριμύς ADJ 4
δριμέος NOM.SG FEM δριμύς ADJ 2
δριμέος GEN.SG FEM δριμύς NOUN 1
δριμέος NOM.SG MASC δριμέος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

δριμυτάτης NOM.SG MASC δριμύς NOUN 1
δριμύϲ NOM.SG MASC δριμύς NOUN 1
δριμυτάτηϲ NOM.SG MASC δριμύς NOUN 1
δριμακός NOM.SG MASC δριμύς NOUN 1