προηγού

Count: 1

INDECL προηγέομαι ADV to go first and lead the way, to be the leader

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

προηγού NOM.SG MASC προηγέομαι NOUN 6
προηγού GEN.SG MASC προηγέομαι NOUN 5
προηγού INDECL προηγέομαι INTJ 1
προηγού INDECL προηγέομαι NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

προηγουμένως INDECL προηγέομαι ADV 648
Προηγουμένως INDECL προηγέομαι ADV 6
προηγουμένωϲ INDECL προηγέομαι ADV 6
προηrουμένως INDECL προηγέομαι ADV 1
προηγονμένως INDECL προηγέομαι ADV 1
προη|γουμένως INDECL προηγέομαι ADV 1
προηγουμέως INDECL προηγέομαι ADV 1