⎡στήριγμα⎤

Count: 1

ACC.SG NEUT στήριγμα NOUN a support

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

στήριγμα ACC.SG NEUT στήριγμα NOUN 39
στήρισμα ACC.SG NEUT στήριγμα NOUN 2
στήριγμά ACC.SG NEUT στήριγμα NOUN 2