Διαιρετὴ

Count: 1

NOM.SG FEM διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαιρετὴ NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 27
διαιρετή NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 24
διαιρετὰ NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 7
διαιρετὸς NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 1