διαλογισμοὺςτῶν

Count: 1

ACC.PL MASC διαλογισμός NOUN a balancing of accounts

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαλογισμοὺς ACC.PL MASC διαλογισμός NOUN 58
διαλογισμούς ACC.PL MASC διαλογισμός NOUN 12