στρατηλάτας

Count: 1

NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN a leader of an army, a general, commander

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

στρατηλάτας ACC.PL MASC στρατηλάτης NOUN 11
στρατηλάτας ACC.PL FEM στρατηλάτης NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

στρατηλάτης NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN 40
ϲτρατηλάτα NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN 2
στρατηλάτης᾿ NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN 1
ϲτρατηλάτην NOM.SG MASC στρατηλάτης NOUN 1