διαἱρετήν

Count: 1

ACC.SG MASC διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διαιρετὸν ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 51
διαιρετόν ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 13
διαιρετὰ ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 8
διαιρετά ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 1
Διαιρετὸν ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 1
διαιρετήν ACC.SG MASC διαιρετός NOUN 1