διαιρετοί

Count: 1

NOM.PL MASC διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετοί NOM.PL MASC διαιρετός ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

διαιρεταὶ NOM.PL MASC διαιρετός NOUN 2
διαιρεταί NOM.PL MASC διαιρετός NOUN 1