διαιρετὸς

Count: 1

NOM.SG FEM διαιρετός NOUN divided, separated

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διαιρετὸς NOM.SG MASC διαιρετός ADJ 15
διαιρετὸς NOM.SG MASC διαιρετός NOUN 15
διαιρετὸς PRES MID NOM.SG MASC PTCP διαιρετός VERB 1

Other Forms With Same Analysis

διαιρετὴ NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 27
διαιρετή NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 24
διαιρετὰ NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 7
Διαιρετὴ NOM.SG FEM διαιρετός NOUN 1