περιουσίασ

Count: 1

ACC.SG FEM περιουσία NOUN surplus, abundance, survival

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

περιουσίαν ACC.SG FEM περιουσία NOUN 252
περιουσίην ACC.SG FEM περιουσία NOUN 5
περιουϲίαν ACC.SG FEM περιουσία NOUN 5
περιουσία ACC.SG FEM περιουσία NOUN 1
>περιουσίαν ACC.SG FEM περιουσία NOUN 1