<διάστημα>

Count: 1

NOM.SG NEUT διάστημα NOUN an interval

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διάστημα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 805
διάστημά NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 74
Διάστημα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 7
διάστημ NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 3
διάστημʼ NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 2
διάστῆμα NOM.SG NEUT διάστημα NOUN 1