πολιορκητής

Count: 1

NOM.SG MASC πολιορκητής NOUN taker of cities

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πολιορκητὴς NOM.SG MASC πολιορκητής NOUN 6
Πολιορκητὴς NOM.SG MASC πολιορκητής NOUN 4
Πολιορκητὴϲ NOM.SG MASC πολιορκητής NOUN 1
Πολιορκητής NOM.SG MASC πολιορκητής NOUN 1