δικαστὰς

Count: 1

NOM.SG MASC δικαστής NOUN a judge

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

δικαστὰς ACC.PL MASC δικαστής NOUN 276

Other Forms With Same Analysis

δικαστὴς NOM.SG MASC δικαστής NOUN 196
δικαστής NOM.SG MASC δικαστής NOUN 76
δικαϲτὴϲ NOM.SG MASC δικαστής NOUN 4
δικαϲτήϲ NOM.SG MASC δικαστής NOUN 3
δικαστῆς NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
>δικαστὴς NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
δικαϲτὴν NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
δικαστ NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1
δικαστή NOM.SG MASC δικαστής NOUN 1