Διωγμὸς

Count: 1

NOM.SG MASC διωγμός NOUN the chase

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

διωγμὸς NOM.SG MASC διωγμός NOUN 61
διωγμός NOM.SG MASC διωγμός NOUN 7
διωγμόϲ NOM.SG MASC διωγμός NOUN 2
διωγμὸϲ NOM.SG MASC διωγμός NOUN 2