ἐπονειδίστους

Count: 1

ACC.PL MASC ἐπονείδιστος NOUN to be reproached, shameful, ignominious

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἐπονειδίστους ACC.PL FEM ἐπονείδιστος ADJ 7
ἐπονειδίστους ACC.PL MASC ἐπονείδιστος ADJ 3
ἐπονειδίστους SUP ACC.PL MASC ἐπονείδιστος ADJ 2
ἐπονειδίστους ACC.PL FEM ἐπονείδιστος NOUN 1
ἐπονειδίστους SUP ACC.PL FEM ἐπονείδιστος ADJ 1