καμπυλότητά

Count: 1

ACC.SG FEM καμπυλότης NOUN crookedness, curvature

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

καμπυλότητά NOM.SG FEM καμπυλότης NOUN 2

Other Forms With Same Analysis

καμπυλότητα ACC.SG FEM καμπυλότης NOUN 10
καμπυλότητ ACC.SG FEM καμπυλότης NOUN 1