διπλάσιον

Count: 1

NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN twofold, double, twice as much as, twice as many as, as long as

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

διπλάσιον NOM.SG NEUT διπλάσιος ADJ 384
διπλάσιον ACC.SG NEUT διπλάσιος ADJ 289
διπλάσιον NOM.SG NEUT διπλάσιος NOUN 104
διπλάσιον ACC.SG MASC διπλάσιος ADJ 90
διπλάσιον ACC.SG NEUT διπλάσιος NOUN 81
διπλάσιον ACC.SG FEM διπλάσιος ADJ 10
διπλάσιον ACC.SG MASC διπλάσιος NOUN 4
διπλάσιον COMP NOM.SG NEUT διπλάσιος ADJ 4
διπλάσιον COMP ACC.SG NEUT διπλάσιος ADJ 2
διπλάσιον COMP ACC.SG MASC διπλάσιος ADJ 1
διπλάσιον ACC.SG NEUT διπλάσιον NOUN 1

Other Forms With Same Analysis

διπλασία NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN 59
Διπλασία NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN 3
διπλάσιά NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN 1
διπλασίων NOM.SG FEM διπλάσιος NOUN 1