πραγματεύσθαι

Count: 1

PRES MID INF πραγματεύομαι VERB to busy oneself, take trouble

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

πραγματεύεσθαι PRES MID INF πραγματεύομαι VERB 90
πραγματεύεϲθαι PRES MID INF πραγματεύομαι VERB 2
πραγματεύεσθαί PRES MID INF πραγματεύομαι VERB 1
πραγμαεύεσθαι PRES MID INF πραγματεύομαι VERB 1
πραγματεύεδθαι PRES MID INF πραγματεύομαι VERB 1