Καθαρμοῖσί

Count: 1

DAT.PL MASC καθαρμός NOUN a cleansing, purification

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Forms With Same Analysis

καθαρμοῖς DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 20
καθαρμοῖσιν DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 3
καθαρμοῖσί DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 2
Καθαρμοῖς DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 1
καθαρμοῖσι DAT.PL MASC καθαρμός NOUN 1