ἄνθρωπ

Count: 1

NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ man, person, human

Occurrences

Occurences coming soon.

Other Interpretations

ἄνθρωπ NOM.SG ἄνθρωπος NOUN 1
ἄνθρωπ NOM.PL MASC ἄνθρωπος NOUN 1
ἄνθρωπ VOC.SG MASC ἄνθρωπος NOUN 1
ἄνθρωπ VOC.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1

Other Forms With Same Analysis

ἄνθρωπός NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 11
ἄνθρωτπος NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 2
ανθρωπος NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 2
Ἀνθρω NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ανθρωπ NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
῾ἄνθρωπός NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ἄθρωπός NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ἄνθρωπός̣ NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ἀνθρωπός NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ὸνθρωιτός NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
Ἄνθρωποσ NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1
ἄνθρωπόϲ NOM.SG MASC ἄνθρωπος ADJ 1